γολέτα

γολέτα
Δίστηλο ιστιοφόρο πλοίο, που ονομάζεται και ημιολία. Ο τύπος του σκάφους του είναι ο γνωστός με το χαρακτηριστικό καραβόσκαρο. Έχει δύο κατάρτια (ιστούς), που ο καθένας τους διαθέτει από ένα ημιολικό ιστίο, ένα δηλαδή μικρότερο κατάρτι σε σχήμα τραπεζοειδές του οποίου η πάνω πλευρά είναι στερεωμένη σε κέρας (απίκι) και η κάτω σε κέρκο (ράντα), ενώ η μεγάλη κατακόρυφη πλευρά είναι στερεωμένη στο μήκος της στήλης του καταρτιού. Πολλές φορές στο πρωραίο κατάρτι οι γ. έχουν και ένα ή δύο τετράγωνα μικρότερα, γνωστά με την ονομασία σιπάριο και φωσώνιο. Σιπάριο είναι το ανώτατο τετράγωνο κατάρτι που οι ναυτικοί το ονομάζουν πλωριό κούντρο και πλωριό παπαφίγκο, όπως άλλωστε και το φωσώνιο για το οποίο χρησιμοποιούν επίσης την ίδια ονομασία.
* * *
η ναυτ.
δίστηλο ιστιοφόρο πλοίο που φέρει συνήθως και στους δύο ιστούς ημιολικό ιστίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (βενετ.) goleta].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γολέτα — η (λ. ιταλ.), είδος ιστιοφόρου πλοίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γουλέτα — η η γολέτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γολέτα] …   Dictionary of Greek

  • ημιόλιος — ία, ο (Α ἡμιόλιος και δωρ. τ. ἁμιόλιος, ία, ον) 1. αυτός που αποτελείται από ένα όλο και το μισό του επί πλέον, ο ενάμισυς 2. το ουδ. ως ουσ. το ημιόλιο(ν) ήμισυ επί πλέον, δηλαδή ενάμισυ νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η ήμιολία ναυτ. ιστιοφόρο πλοίο …   Dictionary of Greek

  • μπογιατζής — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από την Κρήτη. 1. Μιχαήλ. Ήταν πλοίαρχος και καταγόταν από το χωριό Τουρλωτή. Μαζί με τους πέντε γιους του, πριν το 1821, έκανε επιδρομές στο Αιγαίο και κυρίως στις κρητικές θάλασσες, με το ιδιόκτητο πλοίο… …   Dictionary of Greek

  • φωσώνιο — Bλ. λ. γολέτα. * * * και φωσσώνιο, το / φωσσώνιον ἡ φωσώνιον, ΝΑ [φώσσων / φώσων] νεοελλ. ναυτ. το πάνω από το δολώνιο τετράγωνο ιστίο τού ακάτιου ιστού, κν. πλωριός παπαφίγκος αρχ. λινό προσόψιο ή πετσέτα μπάνιου …   Dictionary of Greek

  • Αντωνίου — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Ανδρέας. Γεννήθηκε στα Βρίουλα (Βουρλάς) της Σμύρνης. Πολέμησε από την αρχή έως το τέλος του Αγώνα πρώτα στην Πελοπόννησο και, αργότερα, σε όλες τις μάχες που έδωσε η Ιωνική φάλαγγα, στην οποία έγινε αξιωματικός το… …   Dictionary of Greek

  • ιστιοφόρο — Είδος σκάφους που πλέει με τη βοήθεια ιστίων. Μετά την εισαγωγή της μηχανικής πρόωσης και ιδιαίτερα μετά την τελειοποίηση των μηχανών εσωτερικής καύσης πολλά ι. διαθέτουν και βοηθητική μηχανή, την οποία χρησιμοποιούν για ιδιαίτερους ελιγμούς και… …   Dictionary of Greek

  • Μαλιακός κόλπος — Κόλπος της ανατολικής Στερεάς Ελλάδας, ανάμεσα στη Φθιώτιδα και στη Λοκρίδα. Είναι γεωλογικό δημιούργημα του ρήγματος το οποίο σχημάτισε και τον Ευβοϊκό κόλπο. Αρχίζει από τα ακρωτήρια Καραβοφάναρο και Χιλιομίλι, στο εσωτερικό του σχηματίζονται… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Μπενάκη — Το Μ.Μ. μετά από εργασίες που διήρκεσαν επτά περίπου χρόνια, άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό στις 7 Iουνίου 2000. Tο στεγασμένο σε ένα από τα επιβλητικότερα νεοκλασικά κτίρια της Aθήνας (Κουμπάρη 1) μουσείο ιδρύθηκε από τον ευπατρίδη Aντώνη… …   Dictionary of Greek

  • μπριγκαντίνι ή βριγαντίνο — Ιστιοφόρο εφοδιασμένο με δυο κατάρτια τουρκέτο (ακάτιος ιστός) και μαΐστρα (μεγίστη) με τετράγωνα πανιά και μπομπρέσο (πρόλοβο). Το μ., που ήταν σε μεγάλη χρήση από τον 16o αι. στη Μεσόγειο και στις θάλασσες της βόρειας Ευρώπης, είχε χωρητικότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”